- οχυρώνομαι
- οχυρώνομαι, οχυρώθηκα, οχυρωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
περισταυρώ — όω, Α [σταυρώ] 1. οχυρώνω κάτι γύρω γύρω με πασσάλους και τάφρο («περιεσταύρωσαν αυτούς τοῑς δένδρεσιν ἃ ἔκοψαν», Θουκ.) 2. μέσ. περισταυροῡμαι, όομαι (κυριολ. και μτφ.) οχυρώνομαι ολόγυρα, οχυρώνομαι από παντού, περιχαρακώνομαι… … Dictionary of Greek
καστελώνω — καστελλώνω και καοτελλῶ, όω (Μ) [κάστελος] 1. χτίζω καστέλι, οχυρώνω 2. (και μέσ.) καστελλώνομαι κάνω οχυρωματικά έργα, οχυρώνομαι 3. φρ. «καστελλωμένα πλοῑα» πλοία με πολεμικούς πύργους … Dictionary of Greek
οχυρώνω — (ΑΜ ὀχυρῶ, όω) [οχυρός] 1. εξασφαλίζω την αμυντική ικανότητα ενός τόπου ή μιας στρατιωτικής θέσης με τεχνικά μέσα, τήν καθιστώ δυσπρόσβλητη από τον εχθρό («τὴν πόλιν ὀχυροῡν», Πολ.) 2. (μέσ. και παθ.) οχυρώνομαι εξασφαλίζομαι από επίθεση,… … Dictionary of Greek
πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… … Dictionary of Greek
συνασφαλίζομαι — ΝΑ, και ενεργ. τ. συνασφαλίζω Ν [ἀσφαλίζω / ομαι] νεοελλ. 1. έχω σύμβαση με περισσότερες από μία ασφαλιστικές εταιρείες 2. (ο ενεργ. τ.) (για ασφαλιστική εταιρεία) συνάπτω από κοινού με άλλη εταιρεία σύμβαση με εγγύηση για αποζημίωση σε περίπτωση … Dictionary of Greek
ταμπουρώνω — Ν [ταμπούρι] 1. οχυρώνω με ταμπούρι, κατασκευάζω ταμπούρι 2. (συν. το μέσ.) ταμπουρώνομαι α) προφυλάσσομαι πίσω από αμυντικό προπέτασμα, οχυρώνομαι β) μτφ. i) καλύπτομαι, χρησιμοποιώ κάτι ως προκάλυμμα, για μια συνήθως αρνητική, ενέργειά μου… … Dictionary of Greek
οχυρώνω — οχύρωσα, οχυρώθηκα, οχυρωμένος 1. κάνω απρόσβλητη μια θέση με τεχνικά έργα. 2. μέσ., οχυρώνομαι πιάνω θέση απρόσβλητη: Οχυρώθηκαν στα στενά του Ρούπελ. 3. μτφ., χρησιμοποιώ ως μέσο, ως επιχείρημα, ως πρόσχημα: Οχυρώνεται πίσω από το νόμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταμπουρώνω — ταμπούρωσα 1. οχυρώνω θέση με ταμπούρια (βλ. λ.). 2. ταμπουρώνομαι ταμπουρώθηκα, ταμπουρωμένος, οχυρώνομαι πίσω από ταμπούρια: Ταμπουρώθηκαν στο κάστρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)